- υπωχρος
- ὕπωχροςὕπ-ωχρος2желтоватый, бледно-желтый Arst., Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὕπωχρος — pale yellow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύπωχρος — η, ο / ὕπωχρος, ον, ΝΜΑ λίγο ωχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὠχρός] … Dictionary of Greek
ὕπωχρον — ὕπωχρος pale yellow masc/fem acc sg ὕπωχρος pale yellow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπώχρου — ὕπωχρος pale yellow masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπώχρους — ὕπωχρος pale yellow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπώχρων — ὕπωχρος pale yellow masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπώχρῳ — ὕπωχρος pale yellow masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπωχρα — ὕπωχρος pale yellow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπωχροι — ὕπωχρος pale yellow masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρωχρος — ον, Α ο ύπωχρος, ο κάπως ωχρός … Dictionary of Greek